Το χοληφόρο δέντρο είναι ένα δίκτυο μέσα στο οποίο ρέει η χολή.
Η χολή είναι ένα παχύρρευστο καφεπράσινο μέχρι πρασινοκίτρινο υγρό, που παράγεται και εκκρίνεται από τα ηπατικά κύτταρα, και μέσω του χοληφόρου πόρου μεταφέρεται στο δωδεκαδάκτυλο.
Η ημερήσια παραγωγή χολής κυμαίνεται μεταξύ 500-1000ml.
Η χολή διευκολύνει την απορρόφηση και πέψη των λιπών στο έντερο αφενός και αφετέρου την αποβολή άχρηστων οργανικών στερεών ουσιών, όπως η χολερυθρίνη (προϊόν αποδόμησης των ερυθρών κυττάρων), τα χολικά άλατα και η χοληστερόλη.
Μετά την απέκκρισή της από το ήπαρ, αποθηκεύεται σε μικρή αποθήκη, τη χοληδόχο κύστη και από εκεί απεκκρίνεται στον πεπτικό σωλήνα μετά από τα γεύματα, μέσω του δικτύου των χοληφόρων.
Το χοληφόρο δέντρο αποτελείται από τα ενδοηπατικά (κοινός ηπατικός πόρος, Δεξιός και αριστερός ηπατικός πόρος) και τα εξωηπατικά χοληφόρα (χοληδόχος και κυστικός πόρος).
Ο καρκίνος της χοληδόχου κύστης είναι ο συχνότερος καρκίνος των εξωηπατικών χοληφόρων και ο 6ος συχνότερος καρκίνος του γαστρεντερικού συστήματος. Συνήθως εμφανίζεται μετά τα 60 έτη και είναι συχνότερος στις γυναίκες.
Πρόκειται για νεόπλασμα με επιθετική βιολογική συμπεριφορά και μόνο 0-10% των ασθενών με καρκίνο χοληδόχου κύστης επιβιώνουν στα 5 έτη μετά τη διάγνωση.
Ως προδιαθεσικοί παράγοντες αναφέρονται
Κλινικά, ο καρκίνος της χοληδόχου κύστης προκαλεί συμπτώματα όπως άλγος δεξιού υποχονδρίου, ίκτερος, ανορεξία, καταβολή δυνάμεων, πυρετός, έμετος, τα οποία όμως είναι μη-ειδικά και πολλές φορές η πάθηση αναγνωρίζεται καθυστερημένα.
Η διάγνωση της νόσου τίθεται μέσω του Υπερήχου άνω κοιλίας, της Αξονικής Τομογραφίας (CT), της Μαγνητικής Τομογραφίας (MRI) και της Μαγνητικής Χολαγγειοπαγκρεατογραφίας (MRCP), μέσω των οποίων εκτός από την αναγνώριση και τους χαρακτήρες της βλάβης, λαμβάνονται πληροφορίες και για την επέκταση της σε γειτονικές δομές. Τέλος, πολλές φορές ο καρκίνος της χοληδόχου κύστης ανακαλύπτεται τυχαία, στην βιοψία της χοληδόχου κύστης μετά από χολοκυστεκτομή.
Η αντιμετώπιση του καρκίνου της χοληδόχου κύστης περιλαμβάνει διεπιστημονική συνεργασία χειρουργών , ογκολόγων, ακτινολόγων και ακτινοθεραπευτών και περιλαμβάνει χειρουργική εξαίρεση της νόσου, εφόσον είναι εφικτό, καθώς και Χημειοθεραπεία και Ακτινοθεραπεία.
Στις περιπτώσεις μη-εξαιρέσιμης νόσου ακολουθείται παρηγορική θεραπεία που περιλαμβάνει χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, ενδοσκοπική ή διαδερμική τοποθέτηση ενδοπροθέσεων (stents) στα χολαγγεία, με στόχο την ύφεση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του ασθενούς.
Η κύρια θεραπεία του καρκίνου της χοληδόχου κύστης είναι η χειρουργική αφαίρεση του όγκου σε υγιή όρια και εξαρτάται από το ιστολογικό στάδιο της νόσου.
Στις περιπτώσεις τυχαίας ανεύρεσης μετά από Λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή και εφόσον ο καρκίνος περιορίζεται στα εσωτερικά τοιχώματα της χοληδόχου κύστης, δεν απαιτείται περαιτέρω χειρουργική επέμβαση, καθότι η χολοκυστεκτομή αποτελεί επαρκή χειρουργική θεραπεία.
Όταν ο καρκίνος έχει διηθήσει βαθύτερα στρώματα της χοληδόχου κύστης απαιτείται ριζική χολοκυστεκτομή και λεμφαδενικός καθαρισμός της περιοχής. Η ριζική χολοκυστεκτομή περιλαμβάνει αφαίρεση της χοληδόχου κύστης, αφαίρεση της κοίτης του ήπατος (η περιοχή του ήπατος σε επαφή με την χοληδόχο κύστη) και εκτομή ηπατικού παρεγχύματος σε βάθος 2εκ.
Στις περιπτώσεις διήθησης όλου του τοιχώματος της χοληδόχου κύστης και επέκτασης της βλάβης στα γειτονικά όργανα, απαιτείται εκτομή των ηπατικών τμημάτων IVβ και V, λεμφαδενικός καθαρισμός της περιοχής και εκτομή των διηθημένων από τον καρκίνο οργάνων, έχοντας ως στόχο την επίτευξη αφαίρεσης της βλάβης σε μικροσκοπικά υγιή όρια (R0 εκτομή).
Μετά το χειρουργείο, η αντιμετώπιση του χολαγγειοκαρκινώματος περιλαμβάνει συμπληρωματική χημειοθεραπεία.