Ως περιπρωκτική περιοχή περιγράφεται η περιοχή πέριξ της πρωκτικής σχισμής αλλά και το τελικό τμήμα του πεπτικού σωλήνα, δηλαδή το πρωκτικό κανάλι. Το δέρμα που καλύπτει την περιπρωκτική περιοχή (πρωκτόδερμα) είναι πιο λεπτό, ευαίσθητο και ευπαθές συγκριτικά με το δέρμα του υπόλοιπου σώματος. Το γεγονός αυτό καθιστά τη συγκεκριμένη περιοχή επιρρεπή σε τραυματισμούς και δερματικούς ερεθισμούς. Παράλληλα η περιπρωκτική περιοχή έχει πολύ πλούσια νεύρωση και αισθητικότητα, οπότε οι παθήσεις της περιοχής είναι ιδιαιτέρως επώδυνες.
Είναι η παθολογική επικοινωνία του ορθού ή του πρωκτικού σωλήνα με το περιπρωκτικό δέρμα. Πρόκειται για ένα «τούνελ» (συριγγώδης πόρος), με ένα εσωτερικό άνοιγμα στον ορθοπρωκτικό σωλήνα (έσω στόμιο) και ένα εξωτερικό άνοιγμα στο δέρμα (έξω στόμιο).
Θεωρείται ως η χρόνια μορφή της φλεγμονής των πρωκτικών αδένων και είναι αποτέλεσμα προηγηθέντος περιεδρικού αποστήματος.
Είναι συχνή και επίμονη πάθηση, εμφανίζεται κυρίως σε ηλικίες 30-40 ετών, ενώ είναι 2-6 φορές συχνότερη στους άνδρες.
Οι αιτίες εμφάνισης περιεδρικού συριγγίου είναι :
Τα περιεδρικά συρίγγια, αναλόγως με τη σχέση τους με τον έσω και έξω σφιγκτήρα μύ του πρωκτού, διακρίνονται σε:
Κλινικά, τα περιεδρικά συρίγγια εκδηλώνονται με:
Ενδιαφέρον έχει η φυσική πορεία της νόσου, η οποία παρουσιάζει υφέσεις και εξάρσεις, με τον κίνδυνο μάλιστα επαναδημιουργίας αποστήματος τις περιόδους της ύφεσης.
Η διάγνωση τίθεται με τη λήψη ιστορικού και την κλινική εξέταση, κατά την οποία με την επισκόπηση αναγνωρίζεται το έξω στόμιο, με τη δακτυλική εξέταση ψηλαφάται ο συριγγώδης πόρος και με την πρωκτοσκόπηση εντοπίζεται το έσω στόμιο.
Προκειμένου να διερευνηθεί πλήρως ο συριγγώδης πόρος και οι σχέσεις του με τους σφιγκτήρες μύες (βασικό για τον θεραπευτικό σχεδιασμό), διενεργείται μαγνητική τομογραφία (MRI), ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα (EUS), ορθοσκόπηση και συριγγογραφία.
Η θεραπεία των περιεδρικών συριγγίων είναι μόνο χειρουργική, με κύριους στόχους την εξάλειψη του συριγγώδους πόρου, την πρόληψη της υποτροπής και τη διατήρηση/διαφύλαξη της σφιγκτηριακής λειτουργίας.
Υπό γενική αναισθησία, αναγνωρίζεται το έξω στόμιο του συριγγίου, μέσω του οποίου προωθείται ειδικό λεπτό εργαλείο (μήλη) και βοηθάει στην αναγνώριση ολόκληρου του συριγγώδους πόρου, καθώς και του έσω στομίου.
Στη συνέχεια εκτελείται εκτομή του έξω στομίου και διατομή του συριγγώδους πόρου, πάνω στη μήλη, με σκοπό την κατάργησή του.
Εάν ο συριγγώδης πόρος διαπερνά τον έξω σφιγκτήρα (διασφιγκτηριακό), δεν εκτελείται διατομή του συριγγώδους πόρου, καθότι αυτό θα τραυμάτιζε τον έξω σφιγκτήρα, με επακόλουθη ακράτεια κοπράνων. Αντ’ αυτού τοποθετείται μη-απορροφήσιμο υλικό, συνήθως πλαστικό σωληνάκι (seton), το οποίο περιδένεται και περιοδικά σφίγγεται από τον χειρουργό, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σταδιακή διατομή του σφιγκτήρα, επιτρέποντας την επούλωσή του και διατηρώντας τη λειτουργία του.
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται μια νέα τεχνική αντιμετώπισης των περιεδρικών συριγγίων, με Ελάχιστα Επεμβατική Τεχνική και συγκεκριμένα με χρήση χειρουργικού laser.