Καρκίνος χοληφόρων αγγείων

Το χοληφόρο δέντρο είναι ένα δίκτυο μέσα στο οποίο ρέει η χολή.

Η χολή είναι ένα παχύρρευστο καφεπράσινο μέχρι πρασινοκίτρινο υγρό, που παράγεται και εκκρίνεται από τα ηπατικά κύτταρα, και μέσω του χοληφόρου πόρου μεταφέρεται στο δωδεκαδάκτυλο.

Η ημερήσια παραγωγή χολής κυμαίνεται μεταξύ 500-1000ml.

Η χολή διευκολύνει την απορρόφηση και πέψη των λιπών στο έντερο αφενός και αφετέρου την αποβολή άχρηστων οργανικών στερεών ουσιών, όπως η χολερυθρίνη (προϊόν αποδόμησης των ερυθρών κυττάρων), τα χολικά άλατα και η χοληστερόλη.

Μετά την απέκκρισή της από το ήπαρ, αποθηκεύεται σε μικρή αποθήκη, τη χοληδόχο κύστη και από εκεί απεκκρίνεται στον πεπτικό σωλήνα μετά από τα γεύματα, μέσω του δικτύου των χοληφόρων.
Το χοληφόρο δέντρο αποτελείται από τα ενδοηπατικά (κοινός ηπατικός πόρος, Δεξιός και αριστερός ηπατικός πόρος) και τα εξωηπατικά χοληφόρα (χοληδόχος και κυστικός πόρος).

Ο  καρκίνος των  χοληφόρων αγγείων (χολαγγειοκαρκίνωμα) είναι μια σπάνια νεοπλασία (2% του συνόλου των κακόηθων νεοπλασμάτων), που εμφανίζεται κυρίως σε άτομα άνω των 60 ετών, με ίδια συχνότητα σε άντρες και γυναίκες.

Η αιτιολογία της πάθησης είναι άγνωστη, ωστόσο υπάρχουν κάποιοι προδιαθεσικοί παράγοντες, όπως :

  • η πρωτοπαθής σκληρυντική χολαγγειίτιδα
  • η κίρρωση, η ελκώδης κολίτιδα
  • οι κύστες χοληδόχου πόρου
  • η ηπατολιθίαση
  • η νόσος Caroli
  • η αιμοχρωμάτωση

 

Το χολαγγειοκαρκίνωμα μπορεί να εμφανιστεί στα ενδοηπατικά (10-20%), στα περιπυλαία (50-60%) ή στα εξωηπατικά χοληφόρα (30-40%).

Η φυσική πορεία της νόσου είναι κακή και δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες χωρίς θεραπεία.

Τα συμπτώματα του χολαγγειοκαρκινώματος είναι μη-ειδικά, με συνηθέστερο τον ανώδυνο αποφρακτικό ίκτερο (κίτρινη χροιά δέρματος και βλεννογόνων). Άλλα συμπτώματα είναι ο κνησμός, η απώλεια βάρους, καταβολή δυνάμεων, η ανορεξία και ο κοιλιακός πόνος.

Η διάγνωση της νόσου τίθεται με αιματολογικό και απεικονιστικό έλεγχο.

Στον αιματολογικό έλεγχο αναδεικνύονται υψηλές τιμές χολερυθρίνης, αλκαλικής φωσφατάσης (ALP), γ-γλουταμίλτρανφεράσης (γ-GT), καθώς και αύξηση των τιμών των καρκινικών δεικτών CA 19-9 και CEA.

Ο απεικονιστικός έλεγχος περιλαμβάνει αξονική και μαγνητική τομογραφία (CT, MRI), μαγνητική χολαγγειοπαγκρεατογραφία (MRCP) και Μαγνητική αγγειογραφία (MRA) και στοχεύει στην αναγνώριση της βλάβης, τη σχέση της με τις γειτονικές ανατομικές δομές, καθώς και την ύπαρξη μεταστάσεων. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες  με την απεικονιστικός έλεγχος δεν μπορεί να δώσει σαφή διάγνωση του όγκου, ο έλεγχος συμπληρώνεται με την λήψη βιοψιών και μπορεί να γίνει είτε διαδερμικά, είτε μέσω ενδοσκοπικής ανάστροφης χολαγγειοπαγκρεατογραφίας (ERCP) ή διαδερμικής διηπατικής χολαγγειογραφίας (PTC).

Η αντιμετώπιση των χολαγγειοκαρκινωμάτων περιλαμβάνει διεπιστημονική συνεργασία χειρουργών , ογκολόγων, ακτινολόγων και ακτινοθεραπευτών και εξαρτάται απο το μέγεθος και την εντόπιση της βλάβης, το στάδιο της νόσου (εάν έχει επεκταθεί στους γειτονικούς ιστούς και όργανα ή αν έχει απομακρυσμένες μεταστάσεις), καθώς και απο την γενική κατάσταση του ασθενούς.

Η κύρια θεραπεία των χολαγγειοκαρκινωμάτων είναι η χειρουργική αφαίρεση του όγκου σε υγιή όρια και των λεμφαδένων της περιοχής, αυτό όμως είναι εφικτό μόνο στο 10-40% των περιπτώσεων, καθώς συνήθως κατά τη διάγνωση υπάρχει επέκταση του όγκου στα αγγεία της περιοχής, ατροφία του ηπατικού παρεγχύματος ή ύπαρξη μεταστάσεων.    

  • Στις περιπτώσεις μη-εξαιρέσιμης νόσου ακολουθείται παρηγορική θεραπεία που περιλαμβάνει χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, ενδοσκοπική ή διαδερμική τοποθέτηση ενδοπροθέσεων (stents) στα χολαγγεία και παρακαμπτήριες επεμβάσεις, με στόχο την ύφεση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του ασθενούς.
  • Στις περιπτώσεις εξαιρέσιμης νόσου το χειρουργείο, υπό γενική αναισθησία, ξεκινά λαπαροσκοπικά, καθώς σε ποσοστό 10-50% των αρχικά εξαιρέσιμων βλαβών, αναγνωρίζεται διεγχειρητικά ενδοκοιλιακή διασπορά της νόσου, η οποία δεν ήταν δυνατό να αναγνωρισθεί προεγχειρητικά.
  • Εφόσον κατά τη λαπαροσκόπηση η νόσος κριθεί εξαιρέσιμη, το χειρουργείο μετατρέπεται σε ανοικτό. Διενεργείται δεξιά υποπλεύρια τομή, μήκους 15-20εκ και είσοδος στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Εκτελείται εξαίρεση του όγκου σε υγιή όρια, λεμφαδενικός καθαρισμός της περιοχής και αναλόγως της εντόπισης της βλάβης στα ενδοηπατικά ή εξωηπατικά χοληφόρα, διενεργείται και ηπατεκτομή.  
  • Η διάρκεια του χειρουργείου είναι 4-6 ώρες και μετεγχειρητικά μπορεί να κριθεί απαραίτητη η νοσηλεία του ασθενούς σε ΜΕΘ, καθώς πρόκειται για εξαιρετικά βαρείες επεμβάσεις. Ωστόσο η πρόοδος της χειρουργικής τέχνης και οι τεχνολογικές εξελίξεις με εφαρμογή στην χειρουργική, έχουν επιτρέψει τη διενέργεια αυτών των βαρέων επεμβάσεων με ασφάλεια και χαμηλά ποσοστά θνητότητας και νοσηρότητας. 

 

Μετά το χειρουργείο, η αντιμετώπιση του χολαγγειοκαρκινώματος περιλαμβάνει συμπληρωματική χημειοθεραπεία.

Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.